ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821: ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ
Εορτάζουμε φέτος την επέτειο των διακοσίων χρόνων (1821 – 2021) από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Μια επέτειο πολυσήμαντη, που βρίσκεται στις απαρχές του αυθύπαρκτου πολιτικού βίου του έθνους μας, και που σημασιοδότησε όλες εκείνες τις αλλαγές που διαμόρφωσαν τον Ελληνισμό όπως σήμερα υπάρχει και πορεύεται στους δρόμους της ιστορίας. Και βέβαια οι προσεγγίσεις της ουσίας και του νοήματος των εορτασμών είναι πολλές και ποικίλες, ανάλογα με την οπτική γωνία και τις προοπτικές καθενός.
Σε μια τέτοια εορταστική περίσταση, δύο νομίζω ότι είναι τα βασικά σημεία στα οποία θα μπορούσε κανείς να σταθεί: πρώτον, πώς εμείς σήμερα, διακόσια χρόνια μετά, αντιλαμβανόμαστε την ουσία και την υπόσταση της Επανάστασης, πώς βλέπουμε και πώς ερμηνεύουμε τα γεγονότα και την πορεία της. Δεύτερον, πώς οι ίδιοι οι αγωνιστές προσδιόριζαν το έργο, τον ρόλο και τους σκοπούς του εγχειρήματός τους, όπως προκύπτει από τους λόγους και τις πράξεις τους, στο βαθμό που αυτά έχουν διασωθεί. Αυτά τα δύο ζητήματα θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε στη συνέχεια.
Όσον αφορά το πρώτο θέμα, πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη από την έναρξη της προετοιμασίας των εορτασμών για το επετειακό έτος 2021, ετέθη το ερώτημα περί του ποιος ακριβώς θα ήταν ο στόχος και το περιεχόμενο όλων των σχετικών εκδηλώσεων. Πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το κέντρο και το περιεχόμενο των επετειακών εορτασμών δεν είναι παρά τη Ελληνική Επανάσταση του 1821, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, οι ιστορικές συγκυρίες και τα αποτελέσματά της. Κι αυτό σημαίνει πως μπορεί μεν το ελληνικό κράτος να ιδρύθηκε το 1830 ως αποτέλεσμα της Επανάστασης,, ωστόσο με την ίδρυσή του περάσαμε πλέον σε μια άλλη ιστορική εποχή, η οποία έκανε συγκεκριμένες επιλογές, εν πολλοίς αντίθετες ή διαφορετικές της ιδεολογίας των επαναστατών του 1821.
Αυτό από μόνο του είναι φυσικό και αναμενόμενο, αποτυπώθηκε δε στην μοίρα που εν πολλοίς επεφύλαξε το κράτος στους αγωνιστές: πείνα, διώξεις, παραγκωνισμός, φυλακίσεις κ.λπ. από την άρχουσα τάξη ενός κράτους που πάλευε να εδραιωθεί, έχοντας εγκολπωθεί τα προτάγματα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού, και έχοντας προσανατολιστεί προς την κατεύθυνση αυτή. Μόνο να εξετάσει κανείς τον τρόπο που το νεοσύστατο κράτος αντιμετώπισε την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και την εχθρότητα της οθωνικής Αντιβασιλείας απέναντι στον μοναχισμό και τα μοναστήρια μας, αρκεί για να αντιληφθεί τι ακριβώς εννοώ.
Η Επανάσταση του 1821 είχε τα δικά της προτάγματα, που εκφράστηκαν με τον εμβληματικό στίχο του Σαμιώτη ποιητή Γεωργίου Κλεάνθη «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Μ’ αυτήν ακριβώς τη σειρά. Κι αν διαβάσουμε τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 θα δούμε ότι τις περισσότερες φορές η Επανάσταση προσλαμβάνεται και αποδίδεται από τους αγωνιστές ως πόλεμος του Σταυρού και της Ημισελήνου, δηλαδή αποκτά στη σκέψη τους χαρακτηριστικά μιας σύγκρουσης θρησκευτικών και πολιτισμικών προτύπων, αρχών και αξιών.
Η ίδρυση του κράτους που ακολούθησε ήρθε βέβαια ως φυσική εξέλιξη του αιτήματος για ελεύθερη πατρίδα, δεν δικαίωσε όμως πλήρως τους σκοπούς της Επανάστασης, που το κράτος αυτό διαφορετικά το οραματιζόταν, καθώς δείχνουν και τα επαναστατικά συντάγματα του αγώνα.
Συνεπώς στα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είναι τουλάχιστον σόλοικο να περιλαμβάνουμε στους εορτασμούς και ζητήματα της πορείας του ελληνικού κράτους από το 1830 και μετά. Μιας πορείας που εν πολλοίς, στο βωμό πολιτικών και γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων θυσίασε ορισμένους από τους στόχους και τις αρχές της Επανάστασης. Χαρακτηριστικό, αν και όχι μοναδικό, το παράδειγμα της Σάμου, που αν και απελευθερωμένη έμεινε έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, εγκαταλειμμένη στον απέλπιδα αγώνα της από την ηγεσία του αρτισύστατου κράτους, ώστε ο ίδιος ο Γεώργιος Κλεάνθης, που είχε
αγωνιστεί στην πρώτη γραμμή των μαχών, να διαπιστώσει πως «έπεσες ωραία Σάμος της κλεινής Ελλάδος θύμα».
Κι αν δεν είναι η ιστορική πορεία μας έκτοτε, ποιο τότε θα μπορούσε να είναι το πρόταγμα των εορτασμών; Μα η ίδια η ιδεολογία της Επανάστασης. Η πίστη στον Χριστό και στην παράδοσή μας, η εμμονή στην ελληνορθόδοξη ιδιοπροσωπία μας, η ανάγκη να αντλήσουμε από τους αγωνιστές του 1821 πρότυπα δράσης και υποδείγματα ζωής, ώστε να προχωρήσουμε σε μια ειρηνική αλλά ουσιαστική Επανάσταση συνειδήσεων και συμπεριφορών, που η πατρίδα μας έχει ανάγκη στις αρχές του 21 ου αιώνα. Διαχρονικά μηνύματα της Επανάστασης, που μπορούν να προβληθούν σήμερα, ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες και δημιουργούν
προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον.
Όλα τα παραπάνω πρέπει να αναδειχθούν το 2021, για να τιμηθεί η μνήμη των ανθρώπων πού αγωνίστηκαν για την ελευθερία μας.
Η ορθόδοξη πίστη, ο πατριωτισμός, η επίγνωση της διαχρονικής συνέχειας του πολιτισμού και της ιστορίας μας είναι οι θεμελιακές αξίες της Επανάστασης πού εμφυσήθηκαν στο ελληνικό κράτος και το συγκροτούν ως σήμερα. Φυσικά, ὅλα αὐτά θά γίνουν μέ
σεβασμό πρός τίς ἀνάγκες τοῦ παρόντος καί μέ προοπτική μέλλοντος. Ἰδιαιτέρως, ὅταν ἀπευθυνόμαστε σέ νέους, καλόν εἶναι νά τονίζεται ἡ ἐλπίδα, ἡ ὁποία κρατήθηκε ζωντανή στά δύσκολα χρόνια τῆς δουλείας χάρις σέ ἕνα συγκεκριμένο Ὅραμα: Τήν Μεγάλη Ἰδέα!
Ἄς ἀναζητήσουμε σήμερα μία Νέα Μεγάλη Ἰδέα, ἡ ὁποία δέν θά ἔχει περιεχόμενο ἐδαφικό, οὔτε ὅμως, ἀνεδαφικό! Δέν θά ἐπιδιώκει μόνο τήν οἰκονομική ἀνάπτυξη, τήν βελτίωση τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου καί τήν εὐημερία τοῦ λαοῦ μας μονομερῶς, ἀλλά, κυρίως, τήν ἐπανεύρεση καί ἐπανεκτίμηση τῶν διαχρονικῶν πνευματικῶν ἀξιῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ἀποτελοῦν τόν μεγάλο καί ἀνεκτίμητο πλοῦτο μας.
Ας δούμε όμως και το δεύτερο από τα ζητήματα που διαπιστώσαμε στην αρχή του παρόντος κειμένου, που σχετίζεται με τον τρόπο αυτοπροσδιορισμού της Επανάστασης μέσα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της: πολύς λόγος γίνεται, ιδίως τα τελευταία χρόνια, για ορισμένες ανθρώπινες αδυναμίες που αποδίδει στους αγωνιστές του 1821 μερίδα της ιστοριογραφίας, ή τους καταλογίζουν οι ιστορικές πηγές. Και οι αδυναμίες αυτές, υπαρκτές ή ανύπαρκτες, μικρές, μεγάλες ή μεγαλοποιημένες, προβάλλονται με ένα σχεδόν σκανδαλοθηρικό τρόπο, στα πλαίσια μιας γενικότερης προσπάθειας αποδόμησης της εθνικής ιστορίας μας και της εικόνας που έχουμε για τις μεγάλες στιγμές του συλλογικού βίου μας.
Και βέβαια, πολύς λόγος γίνεται για το σκόπιμο ή μη, για το υποβολιμαίο ή το αναγκαίο μιας τέτοιας αντιμετώπισης των ηρώων του 1821.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι κάθε λαός και κάθε εποχή έχει ανάγκη από πρότυπα βίου και δράσης. Πάνω στα πρότυπα στηρίζονται τόσο η παιδεία, όσο και η κοινωνική συγκρότηση και δράση στο σύνολό της, και οι ποικίλες τιμητικές διακρίσεις στην επιβράβευση και προβολή τέτοιων προτύπων αποσκοπούν, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί η ηθική στήριξη ενός λαού, δεν μπορούν να παρακινηθούν οι άνθρωποι σε έργα φιλοπατρίας, προόδου και καλοκαγαθίας. Κι αν ακούγονται ξεπερασμένα όλα αυτά, να υπενθυμίσω ότι όπου συστηματικά συντελέστηκε η ακύρωσή τους, οι αντίστοιχες κοινωνίες οπισθοδρόμησαν και βυθίστηκαν αν όχι στην ενδοσκόπηση, τουλάχιστον σε μια αποτελματική συλλογική αποχαύνωση.
Αν στα πλαίσια αυτά δούμε τους ήρωες του 1821, θα καταλάβουμε ότι η κοινωνία μας έχει άμεση ανάγκη από την προβολή τους ως προτύπων, και πλήττεται καίρια από την όποια προσπάθεια αποκαθήλωσης ή αμαύρωσής τους. Και επιπλέον, σε τι ωφελεί η υπερπροβολή καθημερινών και συγγνωστών ανθρώπινων αδυναμιών;
Μήπως κάποιος ισχυρίστηκε ότι ήταν άγιοι ή υπεράνθρωποι; Ως πρότυπα αποφασιστικότητας, μαχητικότητας, φιλοπατρίας και ανδρείας τους προβάλλουμε, και αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής και της δράσης τους που θέλουμε δια των προσώπων τους να προβάλλουμε ως παραδείγματα προς μίμηση στο κοινωνικό σύνολο.
Καλό λοιπόν, και μάλιστα με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την έναρξη του μεγάλου έργου τους, της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, θα ήταν αν εστιάζαμε στα διαχρονικά μηνύματα που οι μορφές των αγωνιστών αυτών μας δίνουν, χωρίς ούτε να τους αγιοποιούμε, αλλά ούτε και να τους ευτελίζουμε. Τι κατά κύριο λόγο μας διδάσκουν οι αγωνιστές της Επανάστασης; αγάπη για την πατρίδα, αγωνιστικότητα, εμμονή στην συλλογική, εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική μας ταυτότητα, διεκδίκηση των δικαίων μας με αποφασιστικότητα, σεβασμό στην ελληνορθόδοξη παράδοση των προγόνων μας, θυσιαστική προσφορά στην πατρίδα και στο σύνολο.
Φανταστείτε πόσο θα είχε προοδεύσει η πατρίδα μας αν τα ιδανικά αυτά είχαν γίνει κτήμα όλων μας, μικρών και μεγάλων, αν τα εισάγαμε στη σκέψη και στην καθημερινή πρακτική μας, αν τα πιστεύαμε και τα εφαρμόζαμε στην καθημερινότητά μας. Και φανταστείτε πόσο διαφορετική θα ήταν η κοινωνία μας, αλλά και η θέση μας μέσα στο σύνολο των λαών της Ενωμένης Ευρώπης, πόσο σεβασμό θα απολαμβάναμε από τους γείτονες, τους φίλους και τους εχθρούς μας.
Οι αγωνιστές του 1821 κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό – όχι ολοκληρωτικά όπως δείχνουν οι εμφύλιες διαμάχες στη διάρκεια της Επανάστασης που παραλίγο να κοστίσουν την αποτυχία της – να παραμερίσουν το εγώ ενώπιον του εμείς. Δυστυχώς δεν μπόρεσαν αυτό να το κάνουν κανόνα, ούτε για τους ίδιους, αλλά ούτε και για τους επιγόνους τους. Σε μια Ελλάδα όμως που παραπαίει ανάμεσα στην παράδοση και το νεωτερισμό, και η οποία πορεύεται προς τη Δύση έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς την Ανατολή, το παράδειγμά τους μπορεί να είναι καθοριστικά ωφέλιμο, βήμα προσδιοριστικό για την επίτευξη κάποιας αυτογνωσίας, και για την
ανάπτυξη ενός νέου ήθους φιλοπατρίας και αυτοπεποίθησης.
Αν διαβάσουμε τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 κι αν μελετήσουμε τα υλικά κατάλοιπα της δράσης τους, τις φορεσιές, τα φυλακτά, τα όπλα και τα εξαρτήματά τους, ακόμη κι αν μελετήσουμε την σωζόμενη αλληλογραφία και τα έγγραφά τους, θα δούμε ότι το στοιχείο της πίστης πρωταγωνιστούσε πάντοτε στις σκέψεις και της εκδηλώσεις τους. Πίστη στον Θεό και τους αγίους, η οποία
εκδηλωνόταν με την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή τους στην ορθόδοξη εκκλησιαστική και λατρευτική ζωή, και η οποία μετουσιώθηκε σε πίστη για την θεϊκή βοήθεια που είχε το επαναστατικό τους εγχείρημα.
Το γεγονός ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ξεσήκωνε και εμψύχωνε τους Έλληνες της εποχής του λέγοντας ότι ο Θεός είχε εγγυηθεί την απελευθέρωση της πατρίδας του, δεν απηχεί μόνο την δική του βαθιά πίστη, αλλά εξεικονίζει το ανάλογο φρόνημα και του λαού, που πειθόταν από το επιχείρημα αυτό. Και το ότι οι Σάμιοι απέδωσαν την απόκρουση του οθωμανικού στόλου από το νησί τους και την διάσωσή τους, τον Αύγουστο του 1824, σε θαυματουργική παρέμβαση του Σωτήρος Χριστού, με το εμβληματικό «Χριστός Σάμον έσωσε τη 6 η Αυγούστου 1821» ασφαλώς απεικονίζει την ουσιαστική και στερεή πίστη τους στη θεία βοήθεια που επισκίαζε και ευλογούσε τον αγώνα τους.
Οι αγωνιστές του 1821 ήταν απλοί και καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου, που είχαν ανατραφεί με τα νάματα της Ορθοδοξίας, και είχαν αναπτύξει το κοινωνικό τους κριτήριο και αισθητήριο μέσα στις ενορίες τους. Σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης ο ελληνικός λαός συνέχισε να τελεί τις κάθε είδους λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες, ιδίως όσες σχετίζονταν με τις εορτές του ετήσιου εορτολογικού κύκλου.
Οι εορτές ενοριών και μονών, αλλά και οι μεγάλες εορτές των αγίων ή των κύκλων του Δωδεκαημέρου και του Πάσχα, συνέχισαν να τιμώνται στα επαναστατικά χρόνια, μαζί με τα πανηγύρια, που συνδύαζαν το θρησκευτικό γεγονός με την ψυχαγωγία και την ανάπλαση των κοινωνικών, συγγενικών και οικογενειακών δομών. Από τα απομνημονεύματα των αγωνιστών πληροφορούμαστε για πολλές τέτοιες πανηγύρεις, με ιδιαίτερη έμφαση στις γιορτές πολεμιστών-αγίων, όπως οι άγιοι Γεώργιος, Δημήτριος και οι Αρχάγγελοι στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα.
Όλα αυτά επισημαίνουν μία βασική πραγματικότητα: αν δούμε την Επανάσταση του 1821 ξεκομμένη από το παράγοντα της πίστης των αγωνιστών, παραλείπουμε έναν βασικό τομέα της μελέτης της, και δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα για τους σκοπούς, τους στόχους και τον εσώτερο χαρακτήρα της. Κι αυτό επειδή παραθεωρούμε έναν από τους βασικούς παράγοντες
που προσδιόρισαν τόσο τις αποφάσεις και τις πράξεις, όσο και την εν γένει επαναστατική συμπεριφορά και δράση των πρωταγωνιστών της, αυτόν της πίστης, της εμπιστοσύνης στο θεϊκό θέλημα και της απόφασης να αγωνιστούν για να μπορούν
ελεύθεροι να βιώνουν και να εκδηλώνουν το θρησκευτικό και το εθνικό τους φρόνημα.
Αυτά τα δυο στη σκέψη τους ήταν από την αρχή και παρέμειναν ως το τέλος ενιαία και αδιαίρετα.
Για τον λόγο αυτό σημαντικό είναι στις εκδηλώσεις του επετειακού έτους 2021 που άγουμε ήδη να μην υπερισχύσει η προσπάθεια να επιβάλουμε εμείς τα δικά μας ιδεολογικά σχήματα επί των γεγονότων και των προσώπων, αλλά να δούμε και να ερμηνεύσουμε την Επανάσταση εντός του πλαισίου που πράγματι τη δημιούργησε και την εξέθρεψε, ερμηνεύοντας τα πράγματα κατά την βούληση των πρωταγωνιστών της, και όχι κατά το δικό μας δοκούν. Και βέβαια, πρώτη και κορυφαία ανάμεσα στις συνισταμένες αυτές είναι η ορθόδοξη πίστη των πρωταγωνιστών του 1821, όπως την διαπιστώνουμε μέσα από τα κείμενα, τα κατάλοιπα και τις κάθε είδους εκφράσεις τους.
Αν λοιπόν έχουμε όλα τα παραπάνω υπόψη μας, οι επετειακοί εορτασμοί μας θα έχουν νόημα ουσιαστικό, κυρίως επειδή θα αναδεικνύοντας την ουσία και την υπόσταση του αγώνα του 1821 μέσα από το φρόνημα, το ήθος και τις προτεραιότητες των αγωνιστών του, θα μπορέσουμε να αντλήσουμε διδάγματα και υποδείγματα ζωής και για τη σημερινή μας συλλογική εθνική πορεία, που ολοένα και περισσότερο ρέπει προς μια εθνικά, παραδοσιακά και θρησκευτικά αποχρωματισμένη σύνθεση. Και να κάνουμε κι εμείς τη δική μας ειρηνική αλλά ουσιαστική Επανάσταση, με τον ίδιο σκοπό που πρόταξαν και οι επαναστατημένοι Έλληνες του ’21:
την επιβίωση και την εξασφάλιση της ταυτότητάς μας, εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής.
Επιτροπή ΠΡΕΒΕΖΑ 1821-2021 «ΙΣΤΟΡΙΑ-ΜΝΗΜΗ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»